Η αλληλεπίδραση της HIV λοίμωξης και της γήρανσης και η πρόωρη εκδήλωση παθήσεων, μεταξύ αυτών οι καρδιοπάθειες, η οστεοπόρωση και η νευρογνωσιακή εξασθένηση, όχι μόνο απαιτούν περαιτέρω έρευνα, αλλά επίσης σχεδιασμό και ανάπτυξη νέων πολιτικών στην υγεία, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές συνέπειες που έχουν όλα τα παραπάνω στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας.
Όταν ζεις με HIV, έχεις αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσεις μια σειρά παθήσεων που συνδέονται με τη γήρανση (οι λεγόμενες συννοσηρότητες ή συνοδά νοσήματα). Ο αριθμός των οροθετικών ατόμων που επηρεάζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο θα συνεχίσει να αυξάνεται όσο αυξάνει το προσδόκιμο ζωής. Έχει μεγάλη σημασία να υπάρξει μια ολιστική προσέγγιση στη διαχείριση της οροθετικότητας, που να συμπεριλαμβάνει τη βελτιστοποίηση της αντιρετροϊκής αγωγής και μία έγκαιρη αξιολόγηση των γνωστών παραγόντων κινδύνου.
Από τότε που εμφανίστηκε η αντιρετροϊκή αγωγή, όλο και λιγότεροι οροθετικοί νοσηλεύονται στο νοσοκομείο. Όχι μόνο υπάρχει πλέον μεγαλύτερη ζήτηση για εξωτερικές/εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες, αλλά η ζήτηση έχει επεκταθεί σε άλλες εξειδικευμένες υπηρεσίες, π.χ. για καρδιολόγους, νεφρολόγους, ογκολόγους και οστεολόγους. Ακόμα και στα εξωτερικά ιατρεία αλλάζει η ζήτηση. Αυτό συμβαίνει επειδή οι θεραπείες συνεχώς εξελίσσονται, επειδή έχουν παρενέργειες και επειδή πιθανώς να χρειάζεται να αλλάξουν οι δόσεις σε οροθετικούς ασθενείς προχωρημένης ηλικίας και σε όσους έχουν συλλοιμώξεις, όπως η ηπατίτιδα B και C, καθώς και φυματίωση.
Ολοένα περισσότερα κρούσματα μετάδοσης του HIV καταγράφονται σε άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών. Η διάγνωση πολλών από αυτούς γίνεται σε προχωρημένη ηλικία, όχι μόνο επειδή οι καμπάνιες ευαισθητοποίησης για το ασφαλέστερο σεξ δεν απευθύνονται στο μεγαλύτερο ηλικιακά πληθυσμό, αλλά και επειδή πολλοί επαγγελματίες υγείας δεν έχουν κατά νου την πιθανότητα της λοίμωξης με HIV όταν διερευνούν τα συμπτώματα των μεγαλύτερων ασθενών τους. Κάποιες έρευνες δείχνουν ότι όσο γηραιότερος είναι κανείς όταν εκτίθεται στον HIV, τόσο μεγαλύτερη είναι η απώλεια των CD4 κυττάρων του. Αυτό συχνά αλλάζει όταν ο ασθενής ξεκινήσει θεραπεία, όμως χρειάζεται να γίνουν εκτενέστερες έρευνες. Είναι σημαντικό να υπάρξει μεγαλύτερη παρακολούθηση των καινούργιων κρουσμάτων HIV στο γηραιότερο πληθυσμό.
Το στίγμα της οροθετικότητας στα άτομα που γερνάνε φέρνει επιπλέον δυσκολίες. Για παράδειγμα, η φροντίδα μακράς διαρκείας (κατ’ οίκον, σε γηροκομείο ή σε άλλες δομές), η οποία ήδη τίθεται εν αμφιβόλω ως προς την απαραίτητη χρηματοδότηση, μπορεί να είναι ακόμα πιο δύσκολη για τα ηλικιωμένα οροθετικά άτομα. Όσοι χρειαστεί να νοσηλευτούν σε τέτοια ιδρύματα δεν αποκλείεται να ανακαλύψουν ότι η άγνοια που επικρατεί για τον HIV –παρ’ ότι έχει μειωθεί σε σχέση με παλιά– εξακολουθεί να εκδηλώνεται με τη μορφή του στιγματισμού και ίσως και με φροντίδα χειρότερης ποιότητας. Ίσως στο μέλλον να χρειαστεί να ξαναδούμε τα ακτιβιστικά κινήματα που βλέπαμε τα πρώτα χρόνια του HIV να δραστηριοποιούνται και πάλι για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που παρουσιάζει η οροθετικότητα σε συνδυασμό με τη γήρανση.