Η διαδικασία της γήρανσης ξεκινά ήδη από τη γέννηση. Για παράδειγμα, ο θύμος αδένας, που αποτελεί τη βάση του ανοσοποιητικού συστήματος, δείχνει σημάδια γήρανσης ήδη από τα προεφηβικά χρόνια. Εικάζεται ότι η δραστικότητα του ανοσοποιητικού συστήματος για την πλειοψηφία των ανθρώπων μειώνεται κατά περίπου 1% ετησίως μετά την ηλικία των 25 ετών. Καθώς, όμως, τα περισσότερα συστήματα του οργανισμού μας έχουν σημαντικά αποθέματα, η όποια επιδείνωση συνήθως δεν επηρεάζει την ευεξία του ατόμου παρά μόνο αφού μπει στα βαθιά γεράματα. Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα: Πότε θεωρούμαστε «ηλικιωμένοι»;
Οι γεροντολόγοι (ειδικοί γιατροί που ασχολούνται με τη γήρανση), οι επιστήμονες και ακόμα και οι κρατικές υπηρεσίες έχουν διαφορετικά κριτήρια και ορισμούς της γήρανσης ανάλογα με τις ανάγκες τους. Παλαιότερα, οι έρευνες πάνω στη γήρανση του γενικού πληθυσμού όριζαν τα 75 χρόνια ως το κατώφλι των γηρατειών, τα βαθιά γεράματα γύρω στα 80 και τα πολύ βαθιά γεράματα από τα 85 και πάνω. Με άλλα λόγια, πολύ παραπάνω από τα «εβδομήντα χρόνια» που αναφέρονται στις Γραφές. Η λοίμωξη με HIV φαίνεται να επιταχύνει τη διαδικασία της γήρανσης, με αποτέλεσμα η ιατρική παρακολούθηση και οι τυχόν παρεμβάσεις να πρέπει συχνά να ξεκινήσουν σε πολύ μικρότερη ηλικία.
Πρόσφατες έρευνες καταδεικνύουν μια σύνδεση ανάμεσα στα γονίδια (DNA/γενετικό υλικό) και τη διάρκεια ζωής του ανθρώπου. Η σύνδεση αυτή πιθανώς να αφορά άτομα των οποίων το DNA τα καθιστά πιο επιρρεπή σε έναν πρόωρο θάνατο. Το γενετικό υλικό εντοπίζεται στα χρωμοσώματα. Τα χρωμοσώματα διαθέτουν ένα προστατευτικό κάλυμμα σε κάθε άκρη τους, το λεγόμενο «τελομερές». Σε μια φυσιολογική διαδικασία γήρανσης, τα τελομερή μικραίνουν και το προστατευτικό κάλυμμα χάνεται, κάτι που οδηγεί σε ασθένειες και εντέλει στο θάνατο. Το μήκος των τελομερών στα οροθετικά άτομα είναι παρόμοιο με αυτό ενός πολύ γηραιότερου οροαρνητικού ατόμου. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο HIV επιταχύνει τη διαδικασία της γήρανσης.
Οι μελέτες υποδεικνύουν ότι ασχέτως της χρονολογικής ηλικίας του ατόμου (το πόσων ετών είναι), είναι η βιολογική ηλικία (όπως αυτή καθορίζεται από γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες) που έχει μεγαλύτερη σημασία. Οι εν λόγω μελέτες συμπεραίνουν ότι δεν αποκλείεται στο μέλλον να είναι δυνατή η διακοπή ή η αλλαγή του ρυθμού γήρανσης.